- κλιμακτήριος
- Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μια γυναίκα μεταβαίνει από τα αναπαραγωγικά στα μη αναπαραγωγικά χρόνια της. Βλ. λ. εμμηνόπαυση.
* * *-ο θηλ. και -α [κλιμακτήρ](το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η κλιμακτήριος και το κλιμακτήριοη εποχή τής εμμηνόπαυσης στις γυναίκες και, γενικά, η περίοδος τής ζωής κατά την οποία επέρχεται βαθμιαία εξασθένηση και κατάπαυση τών γεννητικών λειτουργιών.
Dictionary of Greek. 2013.